Δεκαέξι ολόκληρα μερόνυχτα πάλεψε ο Έβρος με τη μεγάλη φωτιά που έκαψε στο πέρασμα της σχεδόν ένα εκατομμύριο στρέμματα γης. Όλα ξεκίνησαν από μια νυχτερινή καλοκαιρινή μπόρα με κεραυνούς που έπληξε την Αλεξανδρούπολη τα ξημερώματα της 20ης Αυγούστου, μετά από δυο μήνες καύσωνα και ξηρασίας. Τότε εμφανίσθηκε η πρώτη εστία φωτιάς στη Μελία.
Από την πρώτη στιγμή επιχείρησαν εναέρια μέσα και ολιγάριθμες επίγειες δυνάμεις της πυροσβεστικής, αλλά οι ψηλές θερμοκρασίες και οι ισχυροί βορειοανατολικοί άνεμοι (7 μποφώρ) βοήθησαν στην γρήγορη εξάπλωση της φωτιάς. Μέσα σε 2 μέρες η φωτιά έκαψε το χωριό Πεύκα και το Αετοχώρι, απείλησε τα Κοίλα, τα Λουτρά, το Δωρικό, τη Νίψα, την Αγνάντια, την Αμφιτρίτη και όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, έφτασε στις παρυφές της Αλεξανδρούπολης!
Τη Δευτέρα τα πράγματα χειροτέρεψαν καθώς ενώ οι ενισχυμένες δυνάμεις πυροσβεστικής, στρατού, τοπικής αυτοδιοίκησης και εθελοντών έδιναν μεγάλη μάχη στον Άβαντα, την ΒΙΠΕ και την Παλαγία, άναψε νέα εστία στη Δαδιά, πιθανόν από ανθρωπογενή αιτία. Η νέα φωτιά κατέβηκε με απίστευτη ορμή και ταχύτητα προς την Αλεξανδρούπολη. Τότε πάρθηκε η πρωτοφανής απόφαση για εκκένωση του Νοσοκομείου, που εκ των υστέρων αποδείχθηκε σωστή, ήταν χρονικά οριακή και εκτελέστηκε με επιτυχία.
Το μέτωπο άμυνας στον Άβαντα έσπασε, τα δυο μέτωπα της φωτιάς ενώθηκαν και με σφοδρότητα πέρασαν νύχτα την Εγνατία και απείλησαν τη Χιλή και τη Μάκρη. Οι χιλιάδες επισκέπτες της περιοχής, Έλληνες και ξένοι, προσπαθούσαν πανικόβλητοι να αποχωρήσουν, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο, καθώς κατά διαστήματα έκλεινε η Εγνατία και η παλιά Εθνική Οδός. Τελικά η φωτιά πέρασε γρήγορα από τα Δίκελλα και τη Μεσημβρία, έφτασε μέχρι τη θάλασσα και άρχισε να κινείται προς τη Ροδόπη!
Οι πυροσβεστικές δυνάμεις ενισχύθηκαν από άλλες περιοχές της χώρας και το εξωτερικό (πρώτα από Ρουμανία και Κύπρο και στην συνέχεια από αρκετές άλλες χώρες μέσω του προγράμματος rescUE). Εν τω μεταξύ στον Άβαντα βρέθηκαν 18 απανθρακωμένα πτώματα και τα πενιχρά φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν σε αυτό το συγκλονιστικό γεγονός και στην συνέχεια σε περιστατικά συλλήψεων λαθρομεταναστών από πολίτες. Αλλά η φωτιά δεν έβλεπε τηλεόραση, εξακολουθούσε να καίει ανεξέλεγκτη και γύρισε προς τον βορρά.
Αυτή τη φορά ο πυρήνας της προστατευόμενης περιοχής του Εθνικού Πάρκου της Δαδιάς δεν γλύτωσε από την οργή της φύσης. Ότι γλύτωσε από την περσινή φωτιά, παραδόθηκε τώρα στις φλόγες. Οι κάτοικοι του χωριού έζησαν και πάλι στιγμές μεγάλης αγωνίας, το ίδιο και οι κάτοικοι της Λευκίμης, του Σιδηρώ και της Γιαννούλης. Μετά από αυτό ακολούθησε μια νύχτα-εφιάλτης για το ιστορικό Σουφλί που είδε τις τεράστιες φλόγες να φτάνουν κοντά στα πρώτα σπίτια, αλλά γλύτωσε χάρη στην μεγάλη κινητοποίηση πυροσβεστικής και κατοίκων. Τις επόμενες μέρες κόπασε ο άνεμος, είχαμε ύφεση του φαινομένου και κάποιες αναζωπυρώσεις, πριν ολοκληρωθεί το μαύρο χρονικό.
Ένας πρώτος απολογισμός μας βρίσκει με 938.000 στρέμματα καμένης γης. Στην κυριολεξία κάηκε ο μισός Έβρος στην μεγαλύτερη καταγεγραμμένη δασική πυρκαγιά σε ευρωπαϊκό έδαφος! Εκατομμύρια καμένα δένδρα, δεκάδες χιλιάδες καμένα πολύτιμα ελαιόδενδρα, χιλιάδες νεκρά ζώα, άγρια και ήμερα και ανυπολόγιστη περιβαλλοντική καταστροφή. Η προσπάθεια υποβάθμισης του μεγέθους των ζημιών από κάποια κυβερνητικά στελέχη, ήταν απαράδεκτη και εξοργιστική. Είκοσι πτώματα έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής, προφανώς από λαθρομετανάστες που τις μέρες της φωτιάς περνούσαν καθημερινά σε μεγάλους αριθμούς. Δεν αποκλείεται να βρεθούν και άλλα, αργότερα μέσα στο απέραντο καμένο δάσος...
Οι υλικές ζημιές σε κτίσματα και εξοπλισμό είναι λίγες αναλογικά με το τεράστιο μέγεθος και την έκταση της φωτιάς: μερικά σπίτια, αρκετές αγροτικές αποθήκες, ένα σχολείο, εκκλησίες, μαντριά, κυψέλες, κεραίες, φωτοβολταϊκά πάρκα, αγροτικά μηχανήματα και τρακτέρ. Κρίσιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις σώθηκαν την τελευταία στιγμή, χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες ακόμα και κορυφαίων στελεχών που βρέθηκαν στην καρδιά της μάχης. Κάηκε και η αρχαία Ζώνη μαζί με ένα σπιτάκι των αρχαιολόγων και ότι εξοπλισμό είχε μέσα.
Τα περισσότερα χωριά σώθηκαν από τις προσπάθειες των κατοίκων που αψήφησαν τις εντολές εκκένωσης του 112 και έμειναν να σώσουν το βιός τους, με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Κάποια άλλα ίσως δεν ξανακατοικηθούν στο μέλλον από τους λιγοστούς μέχρι τώρα κατοίκους τους, ηλικιωμένους και τσομπάνους. Και κάποια επαγγέλματα θα κινδυνέψουν με εξαφάνιση ή μεγάλη μείωση. Οι δασεργάτες, υλοτόμοι θα μείνουν χωρίς αντικείμενο για πολλά χρόνια. Οι κτηνοτρόφοι που έχασαν τα πάντα, ενώ στα καμένα εδάφη απαγορεύεται ορθώς η βόσκηση για 5 χρόνια. Οι ελαιοκαλλιεργητές που έχασαν τα δένδρα τους. Οι μελισσοκόμοι που έχασαν τις κυψέλες τους κι αυτοί που τις έσωσαν θα αναζητούν μακριά κατάλληλες περιοχές. Το πλήγμα για τον σημαντικό πρωτογενή τομέα της περιοχής είναι μεγάλο. Ελπίζουμε να μην είναι ανεπανόρθωτο.
Η επόμενη μέρα βρίσκει τους Εβρίτες αποσβολωμένους να κοιτάζουν το σεληνιακό τοπίο γύρω τους και να μετράνε τις ζημιές τους, άλλος μικρές κι άλλος μεγάλες. Η ατμόσφαιρα είναι θολή, γεμάτη κάπνα, στάχτες και επικίνδυνα σωματίδια, τα βουνά χάσκουν γκρίζα και μαύρα, ο πανέμορφος ασημοπράσινος ελαιώνας έγινε κιτρινόμαυρος και προκαλεί θλίψη. Όμως η ζωή πάντα συνεχίζεται και πρέπει να σηκωθούμε και να ξανασταθούμε όρθιοι.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από μια λεπτομερή καταγραφή των ζημιών και έναν ρεαλιστικό απολογισμό, χωρίς να επιτρέψουμε προσπάθειες μεγέθυνσης ή υποβάθμισης. Ακολουθεί η διερεύνηση των αιτιών του κακού. Κι εδώ δεν πρέπει να αφήσουμε να βγαίνουν αυθαίρετα συμπεράσματα που βολεύουν το αφήγημα του ενός ή του άλλου πολιτικού κόμματος. Στην συνέχεια πρέπει να βρούμε τι κάναμε λάθος. Κρίνοντας εκ του τραγικού αποτελέσματος, σίγουρα έχουμε κάνει λάθη, πιθανόν πολλά και μεγάλα. Είναι απαραίτητο να τα παραδεχθούμε χωρίς εγωισμούς, αν δεν θέλουμε να τα επαναλάβουμε στο μέλλον. Στους τομείς της πρόληψης, της αποτροπής, της άμεσης επέμβασης και της διαχείρισης του δάσους και του περιβάλλοντος έχουμε ανάγκη μεγάλων αλλαγών και βελτιώσεων.
Μπορεί για το αθηνοκεντρικό μας κράτος, ο Έβρος να "κείται μακράν", αλλά εμείς οφείλουμε να του δείξουμε την αξία και την σημασία του τόπου μας. Όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Και όχι ως επαίτες, αλλά ως σύγχρονοι ακρίτες. Να μην αρκεστούμε στα ψίχουλα που θα μας πετάξουν, αλλά να απαιτήσουμε γενναίες παρεμβάσεις που θα αποκαταστήσουν αφενός το περιβάλλον και αφετέρου το τρωθέν αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων που παραμένουν εδώ παρά τις αντιξοότητες.